πρόσβαρος

πρόσβαρος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό βάρος, ο βαρύτερος από το κανονικό
2. το ουδ. ως ουσ. το πρόσβαρο
μικρό ποσό ή αντικείμενο που προστίθεται για συμπλήρωση τού ελλείποντος βάρους ενός πράγματος που ζυγίζεται.
επίρρ...
πρόσβαρα
με βάρος περισσότερο από το κανονικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -βαρος (< βάρος), πρβλ. υπέρ-βαρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόσβαρος — η, ο αυτός που ξεπερνάει κάπως το κανονικό βάρος: Σωστό και πρόσβαρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”